- παραγεράζω
- παραγεράζω και παραγερνώ παραγέρασα, παραγερασμένος1. μτβ., κάνω κάποιον πολύ γέρο: Τον παραγέρασαν οι θάλασσες τον καπετάνιο.2. αμτβ., γίνομαι πολύ γέρος, γερνώ πρώιμα: Παραγέρασε η γιαγιά και δε βλέπει ούτε ακούει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.